χιλωτήρ

χιλωτήρ
(-ήρος) ο торба, мешок с кормом (одеваемый на морду животного)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χιλωτήρ" в других словарях:

  • χιλωτήρ — nose bag for cattle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλωτῆρα — χιλωτήρ nose bag for cattle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλωτήρας — ο / χιλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σάκος με την τροφή τών υποζυγίων, ο οποίος κρεμιέται από τον λαιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλῶ + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»